ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΨΕΥΣΑΣΘΑΙ ΘΕΟΝ
“Ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος” (Ἐβρ. 6, 17-18)
“Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει πιὸ καθαρὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ κληρονομοῦσαν τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τὴν ἐγγυήθηκε μὲ ὅρκο. Γιὰ δύο λοιπὸν ἀμετακίνητα πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε νὰ μείνουμε σταθεροὶ σ’ αὐτὰ ποὺ ἐλπίζουμε”.
Γνωρίζουμε άραγε τι έχει υποσχεθεί σε μας ο Θεός; Το ερώτημα είναι σημαντικότατο, διότι συνήθως οι άνθρωποι έχουμε εντός μας μία εικόνα ενός Θεού-υπηρέτη των συμφερόντων μας, ενός Θεού που επιβραβεύει το αγαθό (το οποίο συνήθως εμείς πράττουμε) και τιμωρεί το κακό (το οποίο εμείς συνήθως δεν πράττουμε), ενός Θεού που μας περιμένει στην άλλη ζωή για να μας δικαιώσει. Αυτή η εικόνα συνοδεύεται από μία υγιή αρχικώς πρόσληψη, ότι είμαστε παιδιά Του και μπορούμε να καταφεύγουμε σ’ Εκείνον στις δυσκολίες μας, κατάσταση όμως που αλλάζει κατά τις δοκιμασίες της ζωής. Κατ’ αυτές γινόμαστε “κακομαθημένα” παιδιά, απαιτητικά, τα οποία δεν ανεχόμαστε αργοπορία ή άρνηση από την μεριά του Θεού για τα αιτήματά μας. Έτσι, πιστεύουμε σε έναν Θεό εκπληρωτή, ο οποίος καλείται να αποδεικνύει την ύπαρξή Του για μας, χωρίς να έχουμε κατανοήσει τι αληθινώς μας υποσχέθηκε.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους συμπατριώτες του Εβραίους, τούς υπενθυμίζει την αρχική υπόσχεση του Θεού στον γενάρχη τους Πατριάρχη Αβραάμ, όταν εκείνος πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον Θεό που βρήκε στην ζωή του και να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από τον τόπο του στην γη της επαγγελίας, την γη Χαναάν. Η υπόσχεση του Θεού ήταν ότι θα είναι πάντοτε μαζί Του, δεν θα εγκαταλείψει τον πιστό σ’ Αυτόν, ότι θα του δώσει τη δυνατότητα να κάνει απογόνους, οι οποίοι θα ήταν αναρίθμητοι, ενώ από την γενιά του Αβραάμ θα ερχόταν ο βασιλιάς του κόσμου, ο οποίος θα έκανε τους απογόνους του πατριάρχη πρωτοστάτες της γης. Αυτή η υπόσχεση δεν θα διαψευδόταν, διότι “ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν”, καθώς ο Θεός είναι η αλήθεια. Όμως οι άνθρωποι έμειναν στην ερμηνεία της υπόσχεσης με κριτήριο το πρόσκαιρο, το γήινο, το αισθητό. Δεν κατενόησαν ότι η επαγγελία του Θεού περιελάμβανε όλους όσοι ακολουθούσαν τον Αβραάμ στην πίστη και δεν ήταν φυλετική εκλογή ενός λαού. Δεν κατενόησαν ότι η επαγγελία αυτή δεν είχε σκοπό να αλλάξει τις συνθήκες της παρούσης ζωής μαγικά, αλλά να κάνει τον άνθρωπο να νιώσει ότι δεν είναι μόνος στους σταυρούς της. Δεν κατενόησαν ότι η υπόσχεση αυτή περιελάμβανε την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού με κατά άνθρωπον καταγωγή από τον Αβραάμ, χωρίς όμως την βιολογική, και επομένως χρονικά περιορισμένη, παρέμβαση του ανθρώπου, αλλά έγινε εκ Πνεύματος Αγίου, με την συνδρομή όμως της ανθρωπότητας στο πρόσωπο της Παναγίας, ως μητέρας της Ζωής και όλων μας. Δεν κατενόησαν ότι όποιοι εξακολουθούν να είναι απόγονοι του Αβραάμ στην πίστη, στην εμπιστοσύνη στον Θεό, ενωμένοι στην Εκκλησία, δεν εγκαταλείπονται από τον Θεό, αλλά παίρνουν δύναμη από Αυτόν κάθε στιγμή για να αγαπούν, να αντέχουν, να ελπίζουν στην ανάσταση ψυχών και σωμάτων!
Κι εμείς εξακολουθούμε να μοιάζουμε στους Εβραίους εκείνης και κάθε εποχής. Θέλουμε τον Θεό για το καλό μας, όντας ανέτοιμοι να βαδίσουμε την οδό της πίστης, να αναλάβουμε την ευθύνη για την ζωή και τον κόσμο, να παρηγορηθούμε με την βεβαιότητα ότι δεν θα χαθούμε, να ησυχάσουμε εντός μας διότι ο Θεός, όπως αποδεικνύει η ζωή της Εκκλησίας και των Αγίων μας, δεν διαψεύδεται. Σ’ αυτή την πορεία ας προχωρήσουμε και Εκείνος δεν θα μας αφήσει!