Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Η ημέρα της γέννησης του Χριστού δεν διασώζεται στα ευαγγέλια. Δε δίνεται ούτε η εποχή του έτους. Από την αναφορά στους ποιμένες που ήταν “ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν” (Λουκ. 2,8), μπορούμε να συμπεράνουμε πως γεννήθηκε το καλοκαίρι. Αυτή η αβεβαιότητα προκαλεί το ερώτημα: πώς και γιατί οι πατέρες μας καθόρισαν την 25η Δεκεμβρίου ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού; Η απάντηση στο συνηθισμένο αυτό ερώτημα μας αποκαλύπτει το πώς οι χριστιανοί αντιλαμβάνονται τη σύνδεσή τους με τον κόσμο που τους περιβάλλει. Έναν κόσμο που δεν είχε ακόμη γνωρίσει και πιστέψει στο Χριστό.

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να γνωρίζουμε πως τους πρώτους αιώνες μ.Χ., όταν εξαπλώνονταν ο Χριστιανισμός στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, η λατρεία του Ήλιου, που ήταν η τελευταία από τις σημαντικότερες φυσικές θρησκείες, εξαπλώνονταν ταυτόχρονα και ταχύτατα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μάλιστα το 270 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός την καθόρισε ως επίσημη θρησκεία ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όπως σε κάθε φυσική θρησκεία, έτσι και εδώ έχουμε θεοποίηση της φύσης και των φυσικών φαινομένων. Ο Ήλιος λατρεύονταν και τιμώνταν ως η πηγή του φωτός και της ζωής. Ο επίσημος εορτασμός της λατρείας του Ήλιου ελάμβανε χώρα μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου. Το χειμερινό ηλιοστάσιο ήταν για τον ειδωλολατρικό κόσμο η νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι, η ανάσταση της φύσης.

Η λατρεία του Ήλιου, επομένως, ήταν ο πλέον μανιασμένος αντίπαλος και ανταγωνιστής του Χριστιανισμού, δίνοντας την τελευταία μάχη ενάντια στο Χριστιανισμό για την καρδιά και την ψυχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (αρχές του 4ου αιώνα μ. Χ), ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, με το διάταγμα των Μεδιολάνων σταματά τους διωγμούς και με τη δυνατότητα της ανεξιθρησκείας πλέον, η Χριστιανική Εκκλησία οργανώνεται, διαμορφώνει τη λατρεία της, κτίζει εκκλησίες και κηρύττει την πίστη της δίχως παρεμβάσεις. Οι ιστορικοί έχουν υπολογίσει ότι την εποχή της μεταστροφής του Μεγάλου Κωνσταντίνου οι χριστιανοί δεν ξεπερνούσαν το 10% της αυτοκρατορίας, και από αυτούς σχεδόν όλοι κατοικούσαν σε πόλεις.  Το ουσιαστικότερο καθήκον του Χριστιανισμού, επομένως, ήταν να κηρυχθεί το μήνυμα για τον Σωτήρα Χριστό σ’ αυτό το 90% και να το προσελκύσει στη νέα πίστη.

Η κύρια μέθοδος προσέλκυσης των εθνικών ήταν η χρήση στοιχείων από τη δική τους πίστη, που κατάλληλα μεταμορφωμένα, τα αποκάθαραν και τα συμπλήρωναν με Χριστιανικό περιεχόμενο. Οι οπαδοί της λατρείας αυτής γιόρταζαν τη γέννηση του ήλιου τον Δεκέμβριο, κι έτσι οι χριστιανοί διάλεξαν την ίδια ημέρα για να γιορτάζουν τη γέννηση του Ιησού Χριστού, του πνευματικού Ήλιου, του Ήλιου της Δικαιοσύνης, της αυθεντικής πηγής του αληθινού Φωτός. Μέχρι σήμερα το Απολυτίκιο της εορτής, που είναι ο κύριος Χριστουγεννιάτικος ύμνος, περιλαμβάνει εικόνες από τον ήλιο και το φως: “Ἡ Γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῳ κόσμῳ το φῶς το τῆς γνώσεως. Ἐν αὐτῆ γάρ οἱ τοῖς ἂστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σέ προσκυνεῖν τόν Ἣλιον τῆς Δικαιοσύνης, καί σέ γινώσκειν ἐξ ὓψους Ἀνατολήν…”. Ο Χριστιανισμός, όπως αντιλαμβανόμαστε, πήρε ένα θέμα οικείο σε όλους τους οπαδούς της φυσικής θρησκείας – τον ήλιο ως φως και τη ζωή – και το χρησιμοποίησε για να δείξει την δική του πίστη στον Χριστό. Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία είπε στον κόσμο, “να πιστεύετε στον ήλιο. Αλλά αυτός ο φυσικός ήλιος του υλικού κόσμου πρέπει να είναι ο ίδιος σύμβολο και αντανάκλαση ενός άλλου υπερβατικού, πνευματικού, Θείου ήλιου, που είναι η πηγή της ζωής, του φωτός και της νίκης… Σας προσκαλούμε να βγείτε από το φυσικό και ορατό κόσμο και να εισέλθετε στον πνευματικό και αόρατο κόσμο”.

Έτσι η εορτή των Χριστουγέννων συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε τη νοσταλγία, τις προσδοκίες και τις πεποιθήσεις όλων των ανθρώπων. Στο κάθε τι που περιλαμβάνονταν στη λατρεία του Ήλιου – πίστη στη ματαιότητα του κόσμου, εσωτερικό φως, νόηση και θεότητα – δόθηκε τώρα ένα όνομα: Χριστός.

Η φυσική θρησκεία – η λατρεία της κτίσεως και όχι του Κτίστη-Δημιουργού – ανατράπηκε έτσι εκ των έσω. Και αποδεχόμενοι οι άνθρωποι τον Χριστό ως “τό φῶς τό τῆς γνώσεως” ελευθερώθηκαν από την υποδούλωση στον κόσμο και στη φύση.

Related posts