ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ (ΟΥΧ ΕΥΡΕΘΗΣΑΝ ΥΠΟΣΤΡΕΨΑΝΤΕΣ ΔΟΥΝΑΙ ΔΟΞΑΝ ΤΩ ΘΕΩ)
Παραπονεμένα λόγια τα λόγια του Χριστού για τους εννέα πρώην λεπρούς που καθαρίστηκαν με την θαυματουργική παρέμβαση του Υιού του ανθρώπου. Κανείς τους σκέφτηκε να πει ένα «ευχαριστώ» στον ιατρό τους. Πρυτάνευσε η χαρά να γυρίσουν στους δικούς τους ανθρώπους, να μοιραστούν την χαρά τους με τους οικείους κατά σάρκα, να επανενταχθούν στην κοινότητα της καταγωγής τους, στην κοινότητα την επί γης. Το αίσθημα του ανήκειν στους υγιείς είχε αντικατασταθεί από ένα αίσθημα θανάτου, αποφοράς, καταστροφής και, ταυτόχρονα, ένταξης, σε μιαν άλλη κοινότητα: αυτή των καταδικασμένων, των απόβλητων, των ζωντανών νεκρών. Το μόνο κοινό τους σημείο ήταν η ασθένεια, η λέπρα, η οποία ήταν ο σταυρός της ζωής τους, αλλά και αυτό το οποίο τους ένωνε στην πορεία στον χρόνο, με γνώμονα την απελπισία του θανάτου. Και ο Χριστός τους δίνει πίσω την ζωή. Αρκούσε ένα «ελέησον ημάς», για να ξαναβρούνε το «ανήκειν» εκεί όπου επιθυμούσαν.
Τρία τα σημάδια αυτού του «επανα-ανήκειν». Το πρώτο η μαρτυρία των ιερέων. Σε μόνιμη καραντίνα βρίσκονταν οι λεπροί. Μόνο οι ιερείς, που ήταν οι επικεφαλής της κοινότητας, μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι γιατρεύτηκαν. Ο ιερατικός λόγος ήταν αποδεκτός από όλους. Οι ιερείς ήταν εκείνη την εποχή μία μορφή πολιτικής εξουσίας για τους υπόδουλους Εβραίους. Η θρησκευτικότητα ήταν το συνεκτικό στοιχείο που ένωνε τον λαό έναντι των Ρωμαίων, αλλά και των ειδωλολατρών που συνυπήρχαν σε μια κοινωνία αναγκαστικά πολυφυλετική, πολυπολιτισμική. Η θρησκευτικότητα τους έδινε ταυτότητα. Η μαρτυρία των ιερέων ήταν αρκετή ότι γιατρεύτηκαν και μπορούσα οι πρώην λεπροί να επανέλθουν στην κοινότητα. Το δεύτερο σημάδι ήταν η επανεύρεση των σχέσεων με τους συνανθρώπους τους. Να ξαναγυρίσουν στα σπίτια, στους φίλους, στους οικείους, στην κανονικότητα της ζωής τους. Αυτό σημαίνει το ανήκειν. Να έχεις οικειότητα. Το τρίτο σημάδι ήταν να δοξάσουν τον Θεό για την δωρεά. Ο Θεός επέτρεψε την ασθένεια δεν γνωρίζουμε για ποιους λόγους. Όμως ο Θεός τους ελέησε και τους απάλλαξε από αυτήν και οι πρώην λεπροί το γνώριζαν. Δεν σκέφτηκαν όμως ότι η μεγάλη αλλαγή στην ζωή τους οφείλονταν σ’ Αυτόν. Έλαβαν κατά το πώς τους συνέφερε, κατά την επιθυμία τους, αλλά λησμόνησαν τον ευεργέτη τους.
Παραπονεμένα τα λόγια που απευθύνει ο Χριστός και σε μας σήμερα, για την απουσία δοξολογίας προς τον Θεό. Οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουμε το αίσθημα της κοινότητας στις καρδιές μας. Οι περισσότεροι από εμάς δεν αναγνωρίζουμε συνεκτικούς ιστούς στην ζωή μας, που γεννούν το «ανήκειν». Αναγκαζόμαστε να έχουμε ως κύριο θεσμό την πολιτεία, αλλά γινόμαστε αρνητές των νόμων και των αποφάσεών της. Άλλοι επιλέγουμε την επιστήμη, αλλά και πάλι όπου αυτή συμφωνεί με τις απόψεις μας. Ακόμη και όσοι αισθανόμαστε οικειότεροι προς την Εκκλησία και την πίστη, κι εκεί είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε τον λόγο τους, αν δεν συνταιριάζει με τις δικές μας αντιλήψεις.
Οι περισσότεροι από μας, πάλι, δεν κατανοούμε τι σημαίνει να υπάρχουμε εν σχέσει με τους συνανθρώπους μας, να έχουμε οικείους. Πορευόμαστε σε παράλληλες μοναξιές, άλλοτε της εικονικής πραγματικότητας, άλλοτε της εργασίας, άλλοτε της ικανοποίησης των επιθυμιών μας που γίνονται οι θεοί μας, και αδιαφορούμε για τον πλησίον μας. Συνυπάρχουμε φαινομενικά, όχι όμως καρδιακά. Και γι’ αυτό μας ενώνουν ιδέες ή είδωλα που δεν απαιτούν από μας αγάπη, αλλά προσκόλληση και φανατισμό για να περνάμε την ώρα μας. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες, οι ταινίες και οι σειρές, οι διασημότητες της μουσικής, κυρίως όμως ο εαυτός μας ως κέντρο του κόσμου, μας κάνουν να περιστρεφόμαστε χωρίς οικειότητα, αλλά μόνο με το συμφέρον. Ακόμη και το σπίτι μας δεν το βλέπουμε με αγάπη και ζεστασιά, αλλά, συχνά, ως πανδοχείο κάλυψης αναγκών σε έναν χρόνο που τον θέλουμε μόνο δικό μας.
Το ίδιο συμβαίνει και με την σχέση μας με τον Θεό. Τον συγκρίνουμε με τα δικά μας επιτεύγματα ή με τις δικές μας αντιλήψεις, αδιαφορώντας για το άτοπο, καθώς έτσι τον κατεβάζουμε στα δικά μας μέτρα. Ναι, ο Θεός έγινε άνθρωπος, όχι όμως για να Τον υποβιβάζουμε, αλλά για να μας ανεβάσει. Να μας κάνει να προσλάβουμε την αγάπη Του και να να την αξιοποιήσουμε ως βάση για μιαν άλλη κοινότητα: όχι των ζωντανών νεκρών, των κλεισμένων στα καβούκια μας, αλλά των ζώντων εν αγάπη, εν δοξολογία, εν αλλαγή. Και δεν μπορούμε να δούμε τις ευεργεσίες του Θεού, διότι η ματιά μας δεν είναι προς τον άλλο, δεν είναι προς τον ουρανό, ούτε προς τον συνάνθρωπο, αλλά είναι στραμμένη συνέχεια προς το εγώ μας.
Η παρηγοριά είναι ότι βρέθηκε ένας αλλοεθνής να ζήσει και τα τρία σημάδια της αλλαγής, του επανα-ανήκειν. Και μάλιστα, τα έζησε με την σωστή σειρά. Πρώτα δόξασε τον Θεό και μετά πήγε στους ιερείς και στους οικείους του. Το ερώτημα σε ποιον μοιάζουμε, στους εννέα ή στον ένα, πρέπει να απαντηθεί από τον καθέναν και την καθεμιά μας.