«Τις αποκυλήσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;»
(Μάρκ. 16, 3)
Στα γεγονότα της Μ. Παρασκευής και «τη μια των Σαββάτων», της πρώτης ημέρας της Αναστάσεως του Κυρίου, μάς μεταφέρει το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, μόνος από όλους τους μαθητές, «τολμήσας» πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το νεκρό σώμα του Ιησού. Το πήρε και το ενταφίασε σε «καινόν μνημείον εν ω ουδείς ουδέποτε ετέθη», ενώ οι μυροφόρες γυναίκες ξημερώματα ξεκίνησαν για τον τάφο προκειμένου να επιτελέσουν τα νεκρικά έθιμα, αλείφοντας το σώμα του Ιησού με τα προβλεπόμενα αρώματα. Δεν φοβήθηκαν το σκοτάδι αλλ’ ούτε και τους ρωμαίους στρατιώτες. Η μόνη σκέψη που τις απασχολούσε, το «βαρίδι» κυριολεκτικά στην καρδιά τους, ήταν το βάρος του μεγάλου λίθου, με το οποίο είχε σφραγιστεί ο τάφος. Παρ’ όλα αυτά όμως προχωρούν. Και βρίσκονται μπροστά στην απίθανη έκπληξη: ο λίθος είχε αποκυλιστεί από άγγελο Κυρίου, ο οποίος τις ανήγγειλε ότι «ηγέρθη ο Κύριος. Ουκ έστιν ώδε. Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν». Γίνονται έτσι οι πρώτοι άνθρωποι στους οποίους αναγγέλλεται το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Οι μυροφόρες γυναίκες γίνονται οι πρώτοι που είδαν το «καινόν μνημείον».
- Δεν ήταν μόνον ο Θωμάς που αμφισβήτησε την Ανάσταση του Χριστού. Και οι άλλοι μαθητές στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν, κάτι που το έδειξαν με τη φοβισμένη στάση τους στα γεγονότα του Πάθους. Ενώ ο Κύριος τους είχε προαναγγείλει τι θα συμβεί, εκείνοι το αμφισβήτησαν, δεν το κατάλαβαν, δεν το πίστεψαν. Κλειδώθηκαν γι’ αυτό στο οίκημά τους «διά τον φόβον των Ιουδαίων». Γιατί δεν πίστεψαν στα λόγια του Κυρίου τους; Διότι πείσθηκαν περισσότερο στις αισθήσεις τους, σε ό,τι έβλεπαν και άκουγαν. Δηλαδή τον Δάσκαλό τους να «χάνει» και να «χάνεται». Η προτεραιότητα των αισθήσεών τους, η προτεραιότητα δηλαδή της λογικής τους, ήταν το κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτούς.
- Στην προτεραιότητα αυτή αντιπαραβάλλεται μία άλλη προτεραιότητα: της καρδιάς, της τόλμης, της αγάπης. Ο Ιωσήφ, κυρίως όμως οι μυροφόρες γυναίκες, υπερβαίνουν τα δεδομένα των αισθήσεων συνεπώς και τον φόβο τους. Διότι ο μεν Ιωσήφ βρίσκεται μπροστά στον «ογκόλιθο» του ρωμαίου επάρχου: πώς θα ζητήσει το νεκρό σώμα του Ιησού; Δεν θα θεωρείτο συμμέτοχός Του και συνεπώς υποκείμενος σε σύλληψη και ίσως σε θάνατο; Οι δε μυροφόρες βρίσκονται μπροστά στον πραγματικό «ογκόλιθο» του λίθου του μνημείου: ασήκωτος για τις δικές τους δυνάμεις γίνεται ασήκωτο βάρος και μέσα στην ψυχή τους: «τις αποκυλήσει ημίν…;» Και ο Ιωσήφ όμως και οι μυροφόρες γυναίκες παρ’ όλη τη λογική αδυνατότητα επιμένουν και προχωρούν. Διότι ακριβώς προσεγγίζουν τα γεγονότα κυρίως με την καρδιά τους. Η σκέψη τους είναι προσανατολισμένη στον Κύριο, η καρδιά τους «ακουμπάει» σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και τολμούν έστω και με κίνδυνο της ζωής τους. Κι η τόλμη τους επιβραβεύεται: ο μεν Ιωσήφ παραλαμβάνει το σώμα του Ιωσήφ, οι δε μυροφόρες πρώτες γεύονται την εμπειρία της Αναστάσεως.
- Ίσως να υπάρξει η απορία: η πίστη στον Χριστό ως θέμα της καρδιάς καταργεί τη λογική; Ασφαλώς και όχι. Η λογική είναι δύναμη του νου την οποία ο Θεός έθεσε στον άνθρωπο. Εκείνο που αρνείται ο χριστιανός είναι η προτεραιότητα του ανθρώπου έναντι του Θεού. Προκειμένου δηλαδή να πιστέψω, πρώτα χρειάζεται να πεισθώ λογικά και να επιβεβαιωθούν τα πράγματα από τις αισθήσεις μου. Αν δεν γίνει αυτό, δεν πρόκειται τελικά ποτέ να πιστέψω. Όσοι όμως έθεσαν τη λογική ως απαίτηση για την ύπαρξη της πίστεως δυστυχώς απέτυχαν. Το είδαμε και με τον «άπιστο» μαθητή Θωμά. Η αμφισβήτησή του απέναντι στη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι «εωράκαμεν τον Κύριον» στηριζόταν σ’ αυτήν την απαίτηση: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω». Και ναι μεν ο Κύριος μέσα στα πλαίσια της άπειρης αγάπης Του συγκατανεύει στην αδυναμία αυτή του μαθητή Του, (και όλων των παρομοίων με αυτόν μαθητών), όταν όμως κι εκείνος προβαίνει σε μία κίνηση ταπείνωσης και ρήξης προς την εγωιστική εμπλοκή του: έρχεται στην κοινότητα των μαθητών, φεύγει από τη μοναξιά του. Για να ακούσει βεβαίως κι αυτός τον αξιωματικό μακαρισμό του Κυρίου: «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
- Αν όμως η καρδιά σκιρτήσει στο κάλεσμα του Χριστού, που θα πει να αγαπήσει τον Χριστό, τότε πράγματι και η πίστη γίνεται δωρεά βιούμενη από τον πιστό. Η πίστη έτσι είναι κυρίως θέμα της καρδιάς και έπεται και η λογική. Ο Κύριος δεν είπε «αν με καταλαβαίνετε, τηρήστε τις εντολές μου», αλλά «ει αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», και «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει». Όλα τα της πίστεως είναι δεμένα με την αγάπη στο πρόσωπο Εκείνου. Κι η αγάπη αυτή βεβαίως δεν είναι μία κίνηση αυτόνομη του ανθρώπου. Δεν αγαπάμε τον Χριστό από μόνοι μας. Η αγάπη μας είναι ανταπόκριση στη δική Του αγάπη. «Ημείς αγαπώμεν, ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Αν, με απλά λόγια, δεν πιστεύουμε στον Χριστό, είναι γιατί δεν έχουμε γνωρίσει το πόσο Εκείνος μας αγάπησε και μας αγαπά. Αλλά η αγάπη του Χριστού είναι το μόνο απόλυτο και πραγματικό δεδομένο που έχουμε: ο Χριστός είναι ο Πατέρας μας, είναι ο αδελφός μας, είναι ο φίλος και ο νυμφίος της ψυχής μας, γίνεται το ίδιο το παιδί μας.
Η προσέγγιση της πίστεως στον Χριστό διά της λογικής (η περίπτωση των μαθητών) τελικώς απορρίπτεται: οδηγεί στον φόβο και στην απομόνωση.
Η προσέγγιση με την καρδιά, δηλαδή με την αγάπη (η περίπτωση των μυροφόρων και του Ιωσήφ) δικαιώνεται: οδηγεί στη γεύση της Αναστάσεως. Τα πράγματα έτσι είναι σαφή: να ζητούμε διαρκώς τη χάρη από τον Χριστό να μπορούμε να Τον αγαπάμε. Κι απόδειξη όντως λήψεως της χάρης αυτής θα είναι η αύξηση αγάπης προς τον συνάνθρωπό μας. Αυτό θα είναι και η βεβαίωση μέσα μας ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, γιατί θα έχουμε αναστημένη την καρδιά μας.